- ασκορβικό οξύ
- τοAscorbinsäure f
Griechisch-Deutsch-Wörterbuch. 2013.
Griechisch-Deutsch-Wörterbuch. 2013.
οξύ — Χημική ένωση, η οποία όταν βρεθεί σε υδατικό διάλυμα υφίσταται διάσταση σχηματίζοντας κατιόντα υδρογόνου (H+), με πυκνότητα ευθέως ανάλογη προς την ισχύ του ο. Τα κατιόντα υδρογόνου είναι άτομα υδρογόνου με μορφή ιόντων, έχουν δηλαδή θετικό… … Dictionary of Greek
βιταμίνες — Ουσίες που βρίσκονται, σε πολύ μικρές ποσότητες, στις τροφές των ζώων και του ανθρώπου και είναι απαραίτητες για τη φυσιολογική ανάπτυξη και την υγεία τους. Παντελής ή μερική στέρηση μίας ή περισσότερων β. από το διαιτολόγιο προκαλεί παθολογικές… … Dictionary of Greek
Χόουερθ, σερ Ουόλτερ Νόρμαν — (Haworth, Τσόρλι, Λάνκασαϊρ 1883 – Μπίρμιγχαμ 1950). Άγγλος χημικός, καθηγητής της χημείας στο πανεπιστήμιο του Μπίρμιγχαμ. Το 1937 τιμήθηκε, μαζί με τον Πολ Κάρερ, με το βραβείο Νομπέλ της Χόμορηχημείας. Ο X. έκανε σειρά ερευνών επί των σακχάρων … Dictionary of Greek